περιουσία [pɛriuˈsia] SUBST θηλ
1. περιουσία (υπάρχοντα):
-
Vermögen ουδ
-
Immobilienbesitz αρσ
-
Anfangsvermögen ουδ
-
Betriebsvermögen ουδ
-
Auslandsvermögen ουδ
-
Staatsvermögen ουδ
-
μερίδιο ουδ περιουσίας
-
Vermögensanteil αρσ
-
Familienbesitz αρσ
-
Familienvermögen ουδ
-
Privatvermögen ουδ
-
Gesamtvermögen ουδ
-
Konkursmasse θηλ
-
ανάληψη θηλ της περιουσίας
-
δημιουργία θηλ περιουσίας
-
Vermögensbildung θηλ
-
διανομή θηλ περιουσίας
-
διαχείριση θηλ περιουσίας
-
είδη ουδ πλ περιουσίας
-
εκτίμηση θηλ της αξίας περιουσίας
-
κατάλογος αρσ περιουσίας
-
Vermögensbildung θηλ