Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιορισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιορισμός [pɛriɔrizˈmɔs] SUBST αρσ

2. περιορισμός ΣΤΡΑΤ:

περιορισμός
Arrest αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με περιορισμός

περιορισμός αρσ πωλήσεων
περιορισμός αρσ ευθύνης
περιορισμός ελευθερίας
περιορισμός συναλλάγματος
περιορισμός ταχύτητας
περιορισμός αρσ των εξοπλισμών
περιορισμός αρσ θεμελιωδών δικαιωμάτων
περιορισμός αρσ του ανταγωνισμού
περιορισμός του ανταγωνισμού
περιορισμός της ευθύνης ΝΟΜ
περιορισμός του κόστους
περιορισμός του προϋπολογισμού
περιορισμός του μερίσματος
περιορισμός της παραγωγής
περιορισμός εισαγωγών/εξαγωγών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский