Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιουσιακά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισόδημα από περιουσιακά στοιχεία
(υλικά) περιουσιακά στοιχεία ΟΙΚΟΝ
(materielle) Vermögenswerte αρσ πλ
κινητά πάγια περιουσιακά στοιχεία
bewegliches Anlagevermögen ουδ ενικ
ακίνητα πάγια περιουσιακά στοιχεία
unbewegliches Anlagevermögen ουδ ενικ
Umlaufvermögen ουδ ενικ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „περιουσιακά“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский