Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεροκαταπίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεροκατ|απίνω <-άπια> [ksɛrɔkataˈpinɔ] VERB αμετάβ

1. ξεροκαταπίνω (καταπίνω το σάλιο μου):

ξεροκαταπίνω

2. ξεροκαταπίνω (βρίσκομαι σε αμηχανία):

ξεροκαταπίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский