Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεροκόμματο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεροκόμματο [ksɛrɔˈkɔmatɔ] SUBST ουδ

1. ξεροκόμματο (κομμάτι ψωμί):

ξεροκόμματο

2. ξεροκόμματο μτφ:

ξεροκόμματο
Stück ουδ Brot
δουλεύει για ένα ξεροκόμματο

Παραδειγματικές φράσεις με ξεροκόμματο

δουλεύει για ένα ξεροκόμματο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский