Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξερνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξερ|νώ <-νάς, -ασα, -ασμένος> [ksɛrˈnɔ] VERB μεταβ

ξερνώ

II . ξερ|νώ <-νάς, -ασα, -ασμένος> [ksɛrˈnɔ] VERB αμετάβ

ξερνώ

Παραδειγματικές φράσεις με ξερνώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский