Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεροβήχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεροβή|χω <ξα> [ksɛrɔˈvixɔ] VERB αμετάβ

1. ξεροβήχω (βήχω):

ξεροβήχω

2. ξεροβήχω (για να μου δώσουν προσοχή):

ξεροβήχω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский