Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιμός [liˈmɔs] SUBST αρσ

1. λιμός (που επικρατεί κάπου):

λιμός
Hungersnot θηλ

ιδιωτισμοί:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский