Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „last-minute“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιμοκτον|ώ <-είς, -ησα> [limɔktɔˈnɔ] VERB αμετάβ

1. λιμοκτονώ (πεθαίνω):

λιμοκτονώ

2. λιμοκτονώ (στερούμαι τροφή):

λιμοκτονώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский