Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιμπίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιμπί|ζομαι <-στηκα> [limˈbizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. λιμπίζομαι (φαγώσιμο):

λιμπίζομαι κάτι
Appetit auf etw αιτ haben

2. λιμπίζομαι (λαχταρώ ερωτικά):

λιμπίζομαι

Παραδειγματικές φράσεις με λιμπίζομαι

λιμπίζομαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский