ενδιαφέρ|ον <-οντος> [ɛnðiaˈfɛrɔn] SUBST ουδ
-
έχει ενδιαφέρον (αυτή η υπόθεση)
-
δεν έδειξε ενδιαφέρον για το …
-
Kaufinteresse ουδ
-
Hauptinteresse ουδ
-
έλλειψη θηλ ενδιαφέροντος
-
Desinteresse ουδ
-
έλλειψη θηλ ενδιαφέροντος