Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενδιαφερόμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενδιαφερόμεν|ος (-η) [ɛnðiafɛˈrɔmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ενδιαφερόμενος (-η)
Interessent(in) αρσ (θηλ)
ενδιαφερόμενος για αγορά
Kaufinteressent(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με ενδιαφερόμενος

ενδιαφερόμενος/ενδιαφερόμενη αρσ/θηλ για αγορά
Kaufinteressent(in) αρσ (θηλ)
ενδιαφερόμενος για αγορά
Kaufinteressent(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский