Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενδεδειγμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενδεδειγμέν|ος <-η, -ο> [ɛnðɛðiɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. ενδεδειγμένος (φρόνιμο, έξυπνο):

ενδεδειγμένος

2. ενδεδειγμένος (κατάλληλος):

ενδεδειγμένος
δεν είναι ενδεδειγμένος για αυτή τη δουλειά

Παραδειγματικές φράσεις με ενδεδειγμένος

δεν είναι ενδεδειγμένος για αυτή τη δουλειά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский