Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενδίδω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εν|δίδω <-έδωσα> [ɛnˈðiðɔ] VERB αμετάβ

ενδίδω

Παραδειγματικές φράσεις με ενδίδω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский