Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκβιομηχανισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκβιομηχανισμέν|ος <-η, -ο> [ɛkviɔmixanizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εκβιομηχανισμένος
industrialisiert, Industrie-
Industriegebiete ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский