Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκβράζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκβράζω <εξέβρασα, εκβράστηκα> [ɛkˈvrazɔ] VERB μεταβ

1. εκβράζω (για θάλασσα):

εκβράζω

2. εκβράζω (για ποταμό):

εκβράζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский