Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκγυμνάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκγυμνά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛkjimˈnazɔ] VERB μεταβ

1. εκγυμνάζω (άνθρωπο):

εκγυμνάζω

2. εκγυμνάζω (ζώο):

εκγυμνάζω

II . εκγυμνάζομαι VERB αυτοπ ρήμα (για αθλητικούς αγώνες)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский