Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκδηλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκδηλώ|νω <-σα> [ɛkðiˈlɔnɔ] VERB μεταβ (σεβασμό, φιλία, συμπόνια)

II . εκδηλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. εκδηλώνομαι (για αρρώστια):

3. εκδηλώνομαι (λέω τη γνώμη μου):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский