Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκβιαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκβιαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛkviastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εκβιαστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский