Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκβιασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκβιασμός [ɛkviazˈmɔs] SUBST αρσ

1. εκβιασμός (με απειλές):

εκβιασμός
Erpressung θηλ

2. εκβιασμός (εξαναγκασμός):

εκβιασμός
Nötigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский