Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δοξασία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοξασία [ðɔksaˈsia] SUBST θηλ

1. δοξασία (άποψη):

δοξασία
Ansicht θηλ
Volksglaube αρσ ενικ

2. δοξασία (δόγμα):

δοξασία
Glaube αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский