Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δοξολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοξολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [ðɔksɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ

δοξολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский