Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δοξάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοξά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðɔˈksazɔ] VERB μεταβ

1. δοξάζω (εγκωμιάζω):

δοξάζω

2. δοξάζω (το θεό):

δοξάζω

3. δοξάζω (λατρεύω):

δοξάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский