Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασκευάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διασκευά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiascɛˈvazɔ] VERB μεταβ

1. διασκευάζω (κείμενο):

διασκευάζω

2. διασκευάζω (μουσική):

διασκευάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский