Ελληνικά » Γερμανικά

διασκελισμός [ðiascɛlizˈmɔs] SUBST αρσ (στο βάδισμα)

διασκελισμός αρσ ΛΟΓΟΤ
Zeilensprung αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский