Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασκέπτομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διασκέ|πτομαι <-φτηκα> [ðiaˈscɛptɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

διασκέπτομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский