Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασκορπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διασκορπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiaskɔrˈpizɔ] VERB μεταβ

1. διασκορπίζω και μτφ (αμφιβολίες κτλ):

διασκορπίζω

2. διασκορπίζω (σπαταλώ):

διασκορπίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский