Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμονή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαμονή [ðiamɔˈni] SUBST θηλ

2. διαμονή (κατοικία):

διαμονή
Wohnsitz αρσ
Wohnort αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με διαμονή

μακροχρόνια διαμονή
διαμονή στο εξωτερικό
διαμονή σε ξενοδοχείο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский