Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμορφώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διαμορφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiamɔrˈfɔnɔ] VERB μεταβ

1. διαμορφώνω (σχηματίζω):

διαμορφώνω

2. διαμορφώνω (διαπλάθω, δίνω μορφή):

διαμορφώνω

3. διαμορφώνω (χώρο για ορισμένη δουλειά):

διαμορφώνω

II . διαμορφώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (παίρνω μορφή)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский