Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αχνός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αχν|ός <-ή, -ό> [axˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. αχνός (πρόσωπο):

αχνός

2. αχνός (αδύναμος):

αχνός

3. αχνός (τρυφερός):

αχνός

II . αχν|ός [axˈnɔs] SUBST αρσ

1. αχνός (ατμός):

αχνός
Dampf αρσ

2. αχνός (το χειμώνα: εκπνοή που φαίνεται):

αχνός
Dunst αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский