Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αχνίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αχνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [axˈnizɔ] VERB αμετάβ (αναδίνω αχνό)

αχνίζω

II . αχνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [axˈnizɔ] VERB μεταβ

1. αχνίζω ΜΑΓΕΙΡ:

αχνίζω

ιδιωτισμοί:

beschlagene Scheiben θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский