Ελληνικά » Γερμανικά

αχολογ|ώ <-είς VERB αμετάβ -άς, -ησα> [axɔlɔˈɣɔ]

αχολογώ

ηχολογ|ώ [ixɔlɔˈɣɔ], αχολογ|ώ [axɔlɔˈɣɔ] <-είς, -ησα> VERB αμετάβ

1. ηχολογώ (παράγω ήχο):

2. ηχολογώ (αντηχώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский