Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυλάκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυλάκι [aˈvlaci] SUBST ουδ

1. αυλάκι (ως οχετός):

αυλάκι
Rinne θηλ

2. αυλάκι (σε επιφάνεια):

αυλάκι
Rille θηλ

3. αυλάκι (ειδικά σε κίονα):

αυλάκι
Kannelur θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский