Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ανεπρόκοπος , ανεπίδοτος , ανεπάρκεια και ανεπαρκής

ανεπρόκοπ|ος <-η, -ο> [anɛˈprɔkɔpɔs] ΕΠΊΘ

ανεπαρκ|ής <-ής, -ές> [anɛparˈcis] ΕΠΊΘ

1. ανεπαρκής (που δε φτάνει):

2. ανεπαρκής (που δεν είναι αρκετά ικανός):

ανεπάρκεια [anɛˈparcia] SUBST θηλ

1. ανεπάρκεια (γενικά: έλλειψη ποσότητας ή ποιότητας):

2. ανεπάρκεια (έλλειψη των απαιτούμενων αγαθών ή χρημάτων):

Knappheit θηλ

ανεπίδοτ|ος <-η, -ο> [anɛˈpiðɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεπίδοτος (γράμμα: που δεν επιδόθηκε):

2. ανεπίδοτος (που δεν μπορεί να επιδοθεί):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский