Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεπαρκής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεπαρκ|ής <-ής, -ές> [anɛparˈcis] ΕΠΊΘ

1. ανεπαρκής (που δε φτάνει):

ανεπαρκής

2. ανεπαρκής (που δεν είναι αρκετά ικανός):

ανεπαρκής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский