Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεπίδοτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεπίδοτ|ος <-η, -ο> [anɛˈpiðɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεπίδοτος (γράμμα: που δεν επιδόθηκε):

ανεπίδοτος

2. ανεπίδοτος (που δεν μπορεί να επιδοθεί):

ανεπίδοτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский