Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άμαχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άμαχ|ος <-η, -ο> [ˈamaxɔs] ΕΠΊΘ

άμαχος
die Zivilbevölkerung θηλ ενικ
άμαχος πληθυσμός

Παραδειγματικές φράσεις με άμαχος

άμαχος πληθυσμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский