Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμβλύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμβλύ|νω <-να, -νθηκα, -μμένος> [aɱˈvlinɔ] VERB μεταβ

1. αμβλύνω (ελαττώνω την αιχμηρότητα):

αμβλύνω

2. αμβλύνω μτφ (εξασθενίζω):

αμβλύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский