Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμαύρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμαύρωσ|η <-εις> [aˈmavrɔsi] SUBST θηλ

1. αμαύρωση (απώλεια της λάμψης):

αμαύρωση
Verdunkelung θηλ

2. αμαύρωση ΙΑΤΡ:

αμαύρωση
(völlige) Erblindung θηλ
αμαύρωση
Amaurose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский