Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πληθυσμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πληθυσμός [pliθizˈmɔs] SUBST αρσ

2. πληθυσμός ΑΣΤΡΟΝ (άστρα):

πληθυσμός
Population θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πληθυσμός

αυτόχθονος πληθυσμός
αστικός πληθυσμός
αγροτικός πληθυσμός
παγκόσμιος πληθυσμός
άμαχος πληθυσμός
ο πληθυσμός ελαττώθηκε

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский