Ελληνικά » Γερμανικά

Αγκολέζ|ος (-α) [aŋgɔˈlɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αγκολέζικ|ος <-η, -ο> [aŋgɔˈlɛzikɔs] ΕΠΊΘ

αγκομαχ|ώ <-άς, -ησα> [aŋgɔmaˈxɔ] VERB αμετάβ

αγκομάχημα [aŋgɔˈmaçima], αγκομαχητό [aŋgɔmaçiˈtɔ] SUBST ουδ

Τογκολέζ|ος (-α) [tɔŋgɔˈlɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Αγκόλα [aŋˈgɔla] SUBST θηλ

I . αγκαζέ [aŋgaˈzɛ] ΕΠΊΘ αμετάβλ

2. αγκαζέ (τραπέζι, θέση):

II . αγκαζέ [aŋgaˈzɛ] ΕΠΊΡΡ (κρατώντας ο ένας τον άλλον)

αγκίδα [aɲˈɟiða] SUBST θηλ

αγκύλη [aɲˈɟili] SUBST θηλ ΤΥΠΟΓΡ

αγκράφα [aŋˈgrafa] SUBST θηλ

αγκύλ|ος <-η, -ο> [aɲˈɟilɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский