Ελληνικά » Γερμανικά

I . ένας (μία) [ή (μια)] [ˈɛnas, ˈmia/mɲa, ˈɛna] ΆΡΘ

ένας (μία) [ή (μια)]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский