Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγκομαχώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγκομαχ|ώ <-άς, -ησα> [aŋgɔmaˈxɔ] VERB αμετάβ

αγκομαχώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский