Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „lernst“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

II . lernen [ˈlɛrnən] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. lernen (eine Ausbildung machen):

ιδιωτισμοί:

gelernt ist [eben] gelernt παροιμ

Βλέπε και: gelernt

gelernt ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina