Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: hauban , hautement , haussement , haussier , hautain , hausser , haute και hausse

hauban [ˊobɑ͂] ΟΥΣ αρσ

haute [ˊot] ΟΥΣ θηλ οικ

I . hausser [ˊose] ΡΉΜΑ μεταβ

1. hausser (surélever):

2. hausser (amplifier):

haussier [ˊosje] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ

Haussier αρσ ειδικ ορολ

haussement [ˊosmɑ͂] ΟΥΣ αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina