Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: fessier , essieu , essuyer , essorer και essayer

II . essorer [esɔʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ

III . essorer [esɔʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα λογοτεχνικό

sich aufschwingen λογοτεχνικό

I . essuyer [esɥije] ΡΉΜΑ μεταβ

2. essuyer (éponger):

II . essuyer [esɥije] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα s'essuyer

1. essuyer (se sécher):

2. essuyer (se nettoyer):

sich δοτ die Füße abtreten οικ

I . fessier [fesje] ΕΠΊΘ

Gesäß-

II . fessier [fesje] ΟΥΣ αρσ χιουμ οικ

Hinterteil ουδ οικ
Allerwerteste(r) αρσ χιουμ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina