I.senior [βρετ ˈsiːnɪə, ˈsiːnjə, αμερικ ˈsinjər] ΕΠΊΘ
1. senior (older):
2. senior (superior):
ιδιωτισμοί:
II.senior [βρετ ˈsiːnɪə, ˈsiːnjə, αμερικ ˈsinjər] ΟΥΣ
1. senior (older person):
- anziano αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.