Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „herumquälen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

he·rum|quä·len ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

1. herumquälen (sich qualvoll befassen):

sich αιτ mit jdm/etw herumquälen
sich αιτ mit jdm/etw herumquälen

2. herumquälen (qualvoll leiden):

sich αιτ [mit etw δοτ] herumquälen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ [mit etw δοτ] herumquälen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"herumquälen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文