Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σχόλασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σχόλασμα [ˈsxɔlazma] SUBST ουδ

1. σχόλασμα (τέλος εργασίας):

σχόλασμα
Feierabend αρσ

2. σχόλασμα ΣΧΟΛ:

σχόλασμα
Schulschluss αρσ

3. σχόλασμα (απόλυση):

σχόλασμα
Entlassung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский