Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιστωτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιστωτής (πιστώτρια) [pistɔˈtis, pisˈtɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με πιστωτής

παλιός πιστωτής
τραπεζικός πιστωτής
Nachlassgläubiger(in) αρσ (θηλ)
πιστωτής της εταιρείας
Gesellschaftsgläubiger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский